έκθαμβος

έκθαμβος
-η, -ο (AM ἔκθαμβος, -ον)
αυτός που καταλαμβάνεται από θαυμασμό ή κατάπληξη
αρχ.
φοβερός, φρικτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔκθαμβος — amazed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκθαμβος — η, ο έκπληκτος, εμβρόντητος, σαστισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔκθαμβον — ἔκθαμβος amazed masc/fem acc sg ἔκθαμβος amazed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθάμβους — ἔκθαμβος amazed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθάμβῳ — ἔκθαμβος amazed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκθαμβα — ἔκθαμβος amazed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκθαμβοι — ἔκθαμβος amazed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ужасный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  прил. (греч. φρικτός) изумительный, возбуждающий… …   Словарь церковнославянского языка

  • ατύζομαι — ἀτύζομαι και ἀτύζω (Α) 1. συνταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι 2. ταράζομαι από λύπη 3. εκπλήσσομαι, μένω έκθαμβος 4. ( ω) τρομάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συσχετίστηκε με τα χεττιτ. hatuki «τρομερός, φοβερός» και αλβ. tus «τρομάζω»,… …   Dictionary of Greek

  • εκθαμβώ — ἐκθαμβῶ ( έω) (AM) προκαλώ κατάπληξη μσν. ἐκθαμβοῡμαι τρομάζω αρχ. 1. γίνομαι έκθαμβος, εκπλήττομαι 2. κοροϊδεύω, χλευάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”